a.readmore { /* CSS properties go here */ }

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Η επίθεση του κεφαλαίου με τις ευλογίες του κράτους ''έκτακτης ανάγκης''

  Η κοινωνία  βρίσκεται  σήμερα αντιμέτωπη  με μια παλιά μεν αλλά γνώριμη μορφή «κράτους έκτακτης ανάγκης»  που επιτίθεται για να πάρει πίσω όσα είχαν κερδηθεί στα χρόνια του μεταπολεμικού «κράτους κοινωνικού συμβολαίου» η «κράτους συναίνεσης». Η επίθεση γίνεται με αιχμή και πρόφαση την οικονομία και αποσκοπεί στην ολοκλήρωση της συσσώρευσης και την εξαφάνιση ανθρώπινων ελευθεριών, όπου αυτές είχαν απλωθεί πιο πλατιά από τις ανοχές ενός «κράτους έκτακτης ανάγκης». Τα αποτελέσματα αυτής της επίθεσης τα βιώνουμε και ως άτομα αλλά και ως κοινωνία συνολικά. Η επίθεση αυτή υλοποιείται μέσα από δύο βασικά «αστικούς μύθους» που έχουν γίνει αποδεκτοί από τη κοινωνία μέσα από την προπαγάνδα των ΜΜΕ: Εχουμε δημόσιο χρέος επειδή υπάρχουν προνοιακές δομές και δεν ειμαστε ανταγωνιστικοί επειδή είμαστε τεμπέληδες και πληρωνόμαστε ακριβά. Ο πρώτος μύθος στοχεύει τις θέσεις εργασίας και μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων οπως επίσης και τις συντάξεις τους ενώ ο δεύτερος στοχεύει τις αντίστοιχες των ιδιωτικών. Και οι δύο μύθοι δεν εξαντλούνται ούτε στη σφαίρα της οικονομίας ούτε καν στη σφαίρα της εργασίας. Επεκτείνονται στις ελευθερίες των ανθρώπων στο να συνδικαλίζονται, να διαμαρτύρονται, να αντιστέκονται και να εξεγείρονται και προωθούνται μέσα στον επικίνδυνο για μας και χρήσιμο για το κράτος χώρο της ανεργίας.

  Η κατάσταση αυτή είναι παγκόσμια αλλά η ελληνική κρατική «τούρτα» έχει ένα ακόμα κερασάκι, ένα τρίτο αστικό μύθο που δουλεύει μόνο μέσα στην ελληνική επικράτεια: Μας έχουν πείσει ότι αυτό γίνεται μόνον εδώ και ειδικά για το μόνιμα ηλίθιο εθνικιστικό τμήμα της κοινωνίας αφήνουν να περιφέρεται και μια οσμή «διεθνούς συνωμοσίας κατά του ελληνισμού» που αγοράζεται από αυτό με μανία.
  Ετσι οι άνθρωποι εκτός απο απελπισμένοι έχουν και ενοχές. Ο μηχανισμός χτισίματος ενοχής είναι απαραίτητος τόσο για την αποδοχή των μεθοδεύσεων από το πιο συμβιβασμένο και φοβισμένο τμήμα της κοινωνίας όσο και για την μείωση αντιδράσεων από το πιο εξεγερμένο. Από την άλλη μεριά, ο ίδιος αυτός ο μηχανισμός δίνει την απαραίτητη αλαζονία και αυτο-άφεση αμαρτιών τόσο στους κρατικούς λειτουργούς όσο και στους απληστους σχεδιαστές της συσσώρευσης,  τα αφεντικά και τις απρόσωπες εταιρικές τους δομές. Έτσι οι άνθρωποι για να επιβιώσουν δέχονται να δουλέψουν σε μεσαιωνικές συνθήκες με άθλιους μισθούς και η αλαζονία των αφεντικών παράγει μια επέκταση αυτής της αθλιότητας, μια προοπτική επιπλέον συσσώρευσης, την εργασία χωρίς αμοιβή, έναντι «πινακίου φακής». Η γνωστή ατάκα του Τζήμερου «γιατι να απαγορεύεται η συμφωνία ενός απελπισμένου εργάτη με εναν εργοδότη για ενα πιάτο φαί και στέγη;» δεν είναι τυχαία ούτε και εκφράζει τον Τζήμερο. Οι Τζήμεροι αυτής της κοινωνίας βλέπουν σε αυτήν την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και το λαμπρό τους μέλλον. Έτσι αφού η αριστερά  δεν κατόρθωσε να καταργήσει την μισθωτή εργασία μπλεγμένη μέσα στον συμβιβασμό της με τις κρατικές δομές κρατικές δομές και λειτουργίες, γιατί να μην το κάνει αυτό το ίδιο το Κεφάλαιο;
 
  Η επίθεση απέναντι στις ελευθερίες μας είναι ευκολα αντιληπτή από την ποινικοποίηση των απεργιών, την επίταξη των απεργών, την καταστολή τους, το μαύρο στην ΕΡΤ και κυρίως από την κατασυκοφάντηση τους στην κοινωνία, κατασυκοφάντηση που προσφέρει τον απαραίτητο κοινωνικό υπόστρωμα αποδοχής νόμων που περιορίζουν αυτές τις ελευθερίες. Ένα ακόμα πιο σημαντικό κομμάτι αυτής της  επίθεσης αφορά το κομμάτι της κοινωνίας που αντιστέκεται έξω από το χώρο της εργασίας και υλοποιείται απο την εκκένωση καταλήψεων, τις αθρόες προσαγωγές πριν από διαδηλώσεις, την ποινικοποίηση της εμφάνισης και της ιδεολογίας και φανερώνεται μέσα στο  πλήθος αγωνιστών/τριων αναρχικών που είναι στις φυλακές, στους απεργούς πείνας, σε αυτούς/ες που δικάζονται με φτιαχτά στοιχεία, στους χτυπημένους/ες και βασανισμένους/ες απο μπάτσους και τέλος στους ποινικούς/ες κρατούμενους/ες τα δικαιώματα των οποίων είναι στο απόλυτο ναδίρ στις μέρες μας. Αυτή η επιθεση στις ελευθερίες μας δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί όμως αν πριν απο αυτήν δεν δοκιμαζόταν οι αντιστάσεις της κοινωνίας στην επίθεση εναντίων των πιο αδύναμων κρίκων της. Στην δική μας την περίπτωση ηταν πρώτα οι μετανάστες και μετά οι οροθετικές, οι εξαρτημένοι/ες απο ουσίες και γενικά οι ''κοινωνικά απόβλητοι''. 

  Έτσι η θεωρία του χαμηλού κοινωνικού κεφαλαίου έρχεται να δέσει με το αντικειμενικά χαμηλό οικονομικό κεφάλαιο και να χτυπήσει το καμπανάκι συναγερμού και απειλής του αστού που έχει και τα δύο η μόνο το πρώτο και προσπαθεί να αποκτήσει και το δεύτερο για να ενωθεί με άλλους σαν τα μούτρα του απέναντι και ενάντια στη μειοψηφία που τον απειλει: ολους αυτούς και αυτές δηλαδή που έχουν χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό κεφάλαιο. Αυτή είναι η πρώτη διάσπαση της κοινωνίας εξάρτησης και καταπίεσης που βλέπει τον εαυτό της όχι σαν συνολο αλλά σαν τμήματα με διαφορετικά «αποθέματα» που σε κάθε στιγμή πρέπει να προστατεύονται και να πολεμάν τα τμήματα με τα λιγότερα αποθέματα υποτασσόμενη ταυτόχρονα σε αυτούς που την εξουσιάζουνε.

  Η ήττα μας όμως δεν θα ήταν εφικτή αν δεν λειτουργούσε η επίθεση αυτή και ενάντια στην οργάνωση της άμυνάς μας. Η απουσία σχεδίου άμυνας, η ποινικοποίηση μορφών αμυνας και επίθεσης αλλά και η απέχθεια κομματιών της κοινωνίας απέναντι σε οργανωμένες και με σχέδιο αντιδράσεις είναι προϋπόθεση για να πετύχει το Κράτος την ολοκλήρωση της επιβολής του. Η θεσμική «αντίθεση» σε αυτή την επίθεση που ακούει στο όνομα «Αριστερά» έχει αποτύχει επικά όχι μονο να εμποδίσει οτιδήποτε από όλα αυτά αλλά κυρίως έχει αποτύχει στο να πείσει την κοινωνία ότι μπορεί να αλλάξει κάτι από αυτά. Αυτή η διαπίστωση ρίχνει στους ώμους της Αναρχίας μιά ιστορική ευθύνη που ποτέ δεν είχε αρνηθεί στο παρελθόν να σηκώσει, την ευθύνη δηλαδή να αναλάβει την άμυνα της κοινωνίας εκεί που οι θεσμικοί της «εκπρόσωποι» παραδώσαν τα οπλα και κατεβάσαν τα εσώρουχα. Αυτή η ευθύνη αφορά το κοινωνικό κομμάτι της Αναρχίας ενώ το υπαρκτό και σεβαστό –ως προς τις επιλογές του-κομμάτι της ενοπλης Αναρχίας δεν έχει σταματήσει να εργάζεται για την επίθεση. Ανάμεσα σε αυτούς τους δυο διακριτούς χώρους υπάρχει πληθώρα παραλλαγών αλλά σαν Αναρχικοί διαλέγουμε στάση ατομική και συλλογική αποδεχόμενοι όμως το δικαίωμα των άλλων αναρχικών στις δικές τους επιλογές και χωρίς να μπαίνουμε στο καθεστωτικό «μπαλαμούτι» της «κρισης» ή «καταδίκης» της επιλογής που απλά ίσως δεν μας εκφράζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου